- λούσμα
- λοῡσμα, τὸ (AM)μσν.πλύσιμοαρχ.(για το βάπτισμα) εξαγνισμός, κάθαρση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. ἔ-λου-σα, αόρ. τού λούω) + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
ВЛАХЕРНЫ — [греч. αἱ Βλαχερναί], район сев. зап. части К поля и его пригородов на юж. берегу бухты Золотой Рог; одно из мест особого почитания Пресв. Богородицы. В античную эпоху это место славилось целебными источниками. Возможно, уже в IV нач. V в. во… … Православная энциклопедия